- μόδι
- το (ΑΜ μόδιον Α και μόδιος, ὁ, Μ και μόδιν και μόδι)μέτρο χωρητικότητας ξηρών καρπών, και ιδίως σιτηρών, που ισοδυναμεί με 8,75 λίτραμσν.-αρχ.μονάδα μέτρησης μήκους ίση με 200 οργιέςμσν.χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλήθος και, γενικά, μεγάλη ποσότητααρχ.οικιακό σκεύος το οποίο είχε χωρητικότητα ίση με ένα μόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. modius].
Dictionary of Greek. 2013.